- δενδροφορώ
- δενδροφορῶ (-έω) (Α) [δενδροφόρος]κρατώ στα χέρια κλαδιά δένδρων, θύρσους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δενδροφορία — Αρχαία ελληνική γιορτή. Πρόκειται για τη μεταφορά με πομπή ενός δέντρου, στο οποίο, όπως πίστευαν, είχε ενσωματωθεί κάποιος θεός ή θεά. Η θρησκευτική αυτή εκδήλωση αποτελούσε στοιχείο της λατρείας του Διονύσου και της Δήμητρας. Στη Μαγνησία του… … Dictionary of Greek